- ἱέρωμα
- -ατος τό N 3 0-0-0-0-1=1 2 Mc 12,40(small) idol, amuletCf. ROBERT 1989, 751-753
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ιέρωμα — ἱέρωμα και ἱάρωμα, τὸ (Α) [ιερώ] 1. ανάθημα, προσφορά, πράγμα αφιερωμένο στον θεό 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἱέρωμα, τὸν κόννον* Λάκωνες, ὅν τινες μαλλὸν* ἢ σκόλλυν*» … Dictionary of Greek
ἱέρωμα — consecrated object neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερωμάτων — ἱέρωμα consecrated object neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερώματα — ἱέρωμα consecrated object neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)